ἀμοιβήδην ἀντίαχεν A.R.4.76
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αντιάχω — ἀντιάχω (Α) αντιαχώ* … Dictionary of Greek
αντιαχώ — ἀντιαχῶ ( έω) (Α) [ιαχώ] βγάζω κι εγώ ήχο, απαντώ με τη φωνή μου … Dictionary of Greek